Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Ο Μικρός Πρίγκηπας



Song Seven
Ο ουρανός ντύνεται στα σκοτεινά χρώματα της φωτιάς καθώς το σκοτάδι τυλίγει ό,τι έχει απομείνει από τον ήλιο. Μέσα στους ασημένιους καπνούς που αφήνουν βιαστικά τις καμινάδες των εργοστασίων και ξεχύνονται στον αέρα, φαίνονται που και που μερικά αστέρια, που πασχίζουν να στείλουν το φως τους στη γη.


Μέσα στο λεωφορείο τα μικρά πράσινα φώτα φωτίζουν μόνο τον αέρα που τα χαϊδεύει αφήνοντας το σκοτάδι να γυρνά ανενόχλητο στον υπόλοιπο χώρο.

Ένας κύριος ψάχνει βολική θέση στο μαξιλαράκι του καθίσματος για να εναποθέσει το κουρασμένο του κεφάλι, που συντονίζεται με τις στροφές του τιμονιού και ζωγραφίζει αόρατα οχτάρια στον αέρα. Ένα «πάλι σε κίνηση πέσαμε», είναι αρκετό για να γεννηθεί μια μικρή κουβέντα μεταξύ δυο άγνωστων συνταξιδιωτών. Ο οδηγός σιγοτραγουδά τα τραγούδια που έπαιζαν τα ραδιόφωνα μιας άλλης εποχής, κι οι υπόλοιποι μεταφέρονται σιωπηλά όπου οι ρόδες τους πάνε.

Στην θέση 20 κάθεται μια φιγούρα προβληματισμένη.

-Έρχομαι σε σένα, είμαι δικός σου.
20:Το ξέρω, αν και ακόμα νοιώθω ότι γλίστρησες από κάποιο παραμύθι.
-Τι κι αν είναι έτσι. Τώρα είμαι εδώ, πες μου…
20:Είσαι στα αλήθεια εδώ;
-Πες μου…
20:Όταν έρθεις κοντά μου θα σ’ αγαπώ.



Επιστρέφω στην Αθήνα με λεωφορείο. Όλα μέσα είναι σκοτεινά και το βλέμμα μου ταξιδεύει πέρα από το τζάμι. Τα χρώματα έξω είναι μαγευτικά. Μέσα στο θολό του ουρανού χαζεύω τα αστέρια. Ζαλίζομαι γιατί μου φάνηκε πως είδα μια ομάδα απο πουλιά να σέρνουν στις ουρές τους ένα αστέρι και να το ρίχνουν στη γη. Μια μορφή μου τραβά την προσοχή ξανά μέσα στο λεωφορείο. Όσο με πλησιάζει γίνεται όλο και πιο καθαρή, μα μεμιάς πάλι βρίσκεται λίγο πιο πίσω και σκοτεινιάζει πάλι. Σαν ολόγραμμα ενός παιδιού που σβήνει…

Τότε λίγο πριν χαθεί, μου ψιθυρίζει σχεδόν τραγουδιστά:

lpp:Είμαι κομμάτι σου.
-Το ξέρω. Δεν μπορώ να σε φτάσω. Έρχεσαι κοντά μου και φεύγεις ξανά.
lpp:Τι νοιώθεις για μένα;
-Δεν υπάρχεις ακόμα.
lpp:Είμαι κομμάτι σου. Τι νοιώθεις για μένα;
-Σ’ αγαπώ…

Μετά δεν κατάλαβα τι έγινε. Είμαι στο σπίτι μου και δεν θυμάμαι πότε και πως βρέθηκα εδώ. Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και κοιτάζω τα αστέρια. Ένα γλυκό χαμόγελο ψιθυρίζει ο ουρανός, και ξαφνικά ένα αστέρι φωτίζει λίγο περισσότερο από τα άλλα. Εκεί μια φιγούρα με χαιρετά. Μέσα στο μυαλό μου όλες οι σκέψεις μου σιωπούν και μια παιδική φωνή μου τραγουδά:

«Θα με περιμένεις…;»

Θα είμαι εδώ. Σ’αγαπώ.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2008

Out of Time


Song Six
Είμαι ξαπλωμένος πάνω στο ζεστό χώμα…πάνω στο κορμί μου νοιώθω το πιο ευχάριστο άγγιγμα. Ανοίγω τα μάτια μου για να σε βρω μέσα στην αγκαλιά μου και το όμορφο σου πρόσωπο να φωτίζει το δικό μου με το χαμόγελο του.

Ήρθες αυγή μου…

-ένα λουλούδι ανθίζει-

Σε σφίγγω πάνω μου μέχρι να φύγουν εκείνες οι πρώτες στιγμές μετά τον ύπνο, όταν τα όνειρα μοιάζουν ακόμα αληθινά. Είσαι εδώ…δεν χάθηκες και πάλι. Ακόμα κι όταν σηκώνομαι εσύ περπατάς δίπλα μου. Δεν σταματάς να μου χαμογελάς, κι εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ένοιωσα ξανά τόση ευτυχία. Ακουμπάς τα χείλη σου πάνω στα δικά μου, και το χέρι σου μπλέκεται στα μαλλιά μου. Το μυαλό μου ηρεμεί γιατί όλες τις άσχημες σκέψεις τις διώχνεις εσύ.

Με κάνεις ότι θες…είμαι δικός σου, ένα κουτάβι στην αγκαλιά σου. Σκύβεις και μου ψιθυρίζεις κάτι ‘…’

Το μυαλό μου τόσο καθαρό αφήνει την πρώτη αγνή σκέψη να ξεφύγει…

«Θέλω να μείνεις δίπλα μου για πάντα» σου απαντώ.

Μου λες ‘έχουμε μια μέρα μόνο’… κι όλες οι πλημμύρες του κόσμου περνούν μέσα από την καρδιά μου. Ήλιος και βροχή μαζί, το πρόσωπό μου γελά και κλαίει.

Με τα φιλιά σου σβήνεις τα δάκρυά μου, με πιάνεις από το χέρι κι αρχίζουμε να τρέχουμε μαζί. Με όλη μας την δύναμη, κι όλο μας το θάρρος, περνάμε θάλασσες και βουνά και πάλι θάλασσες, ζωγραφίζοντας την αγάπη μας στον ουρανό. Βουτάμε σε πηγές, κάνουμε μπάνιο σε καταρράκτες, πίνουμε το νερό της βροχής, κολυμπάμε στα ουράνια τόξα…

Ένα αστέρι ζηλεύει και ξυπνά να χαρεί το φώς μας. Σύντομα ένα ακόμα, κι άλλα πολλά. Ο ήλιος απελπίζεται κι αρχίζει σιγά σιγά να κλείνει τα μάτια του. Κάθε ακτίνα του που σβήνει κλέβει και λίγο από την μορφή σου. Μέχρι να μου πεις πως μ’ αγαπάς έχεις γίνει όνειρο στον ουρανό. Ένα όνειρο στον ήλιο που κοιμάται και στο λουλούδι που ζει μόνο μια μέρα και μετά πεθαίνει.



Το σώμα μου συρρικνώνεται και πέφτω στην γη. Το χώμα καταπίνει τα πόδια μου και το στόμα μου κλείνει. Δεν μπορώ να σε φωνάξω κι απλώνω τα αδύναμα χέρια μου μήπως προλάβω να κρατήσω λίγη από την ουσία σου πριν χαθείς και πάλι.



‘Ονειρεύομαι’

‘Έφυγες…δειλινό μου!’