Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Ένα δειλινό στο βράχο!


Song Fourteen
Ντύνομαι αόρατα κι ανηφορίζω για τον βράχο. Περπατώ δίπλα στα περασμένα βήματα, κι ακούω το κάλεσμα του αέρα, όλο και πιο έντονο. Μέχρι που φτάνω στον τόπο που με γέννησε, για να γίνω άλλη μια φορά ένα μαζί του.

Ένας άνδρας κρατά αγκαλιά ένα άδειο καρότσι. Κάπου στο βράχο μια γυναίκα χαρίζει τη δική της αγκαλιά στο παιδί του. Κάθεται και χαζεύει την πολή από ψηλά...κι η πόλη του παραδίνεται. Μ' αναμμένα τα ωραιότερα φώτα της του χαμογελά, κι όμως αυτός έχει μόνο μια ματιά να της χαρίσει. Κι έπειτα ανασηκώνει το διπλωμένο καρότσι στον κουρασμένο όμο του.

Ο αέρας δυναμώνει και φέρνει μαζί του μουσικές από μακρυά. Μια γιορτή κάπου ξεκινά, μα αυτός παλεύει με τον αέρα εκεί που τελειώνει η γη. Στέκεται στην άκρη και λίγο πιο πέρα η γυναίκα του του ψυθιρίζει σχεδόν μυστικιστικά να προσέχει. Την καθησυχάζει με μια αγκαλιά. Η προστασία στην αρσενική του φύση... η ευαισθησία στην ανδρική του καρδιά.

Είναι ξένος σε μια ξένη πόλη. Μόνος ανάμεσα σε τόσους, σ' έναν βράχο που στέκει χιλιάδες χρόνια να τον φυσούν οι άνεμοι. Χώμα, μάρμαρο και πέτρα, μια φωτογραφία κι ο ίδιος άνεμος που τον έφερε εδώ, ο ίδιος θα τον πάρει ξανά μακρυά. Άνδρες περνούν κουβαλώντας πράγματα με την οικογενειά τους, ή παίζουν θαρραλέα στην άκρη του γκρεμού, μα εκείνος απλός γεμίζει την ψυχή του με εικόνες κι αρώματα, με την ελπίδα μια αίσθηση αυτής της στιγμής να τον συντροφεύει για πάντα.



Μια γυναίκα ψάχνει για μια βολική θέση στις πέτρες και αφήνεται στην αγκαλιά της γης. Στην δική της αγκαλιά ένα μωρό, που δεν θέλησε να την αποχωριστεί. Κι εκείνη του χαμογελά συνέχεια. Τι κι αν δεν έχει ξαναδεί ποτέ μια τόσο όμορφη θέα, κρατά στην αγκαλιά της όλον τον κόσμο, και η ματιά της ξεφεύγει μόνο σαν κάλεσμα για τον άνδρας της που στέκεται ακόμα όρθιος κουβαλώντας τα απαραίτητα.

Στα αφτιά της φτάνει μια μουσική πρωτόγνωρη, μα τόσο φιλόξενη, που την κάνει δική της αμέσως. Σε μια στιγμή το μυαλό της αδειάζει, και το σώμα της αναζητά την αγκαλιά που την ολοκληρώνει. Με ένα ψίθυρο καλεί τον άνδρα της κοντά της, κι εκείνος διαβάζοντας την σκέψη της στον αέρα περνά τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Χάνεται στην αγκαλιά του μέχρι που το τελευταίο φως του ήλιου τους ενώνει σε μια αχώριστη σιλουέτα.

Είναι ξένη σε μια ξένη πόλη.Σε ένα βράχο που κατάφερε να επιβιώσει τόσα χρόνια στους ανέμους, κλέβοντας κάθε στιγμή λίγο από την αγάπη που γεννιέται πάνω του. Σκύβει μέχρι που γίνεται ένα με τη γη, κι ακουμπάει την φωτογραφική της σε μία πέτρα που υψώνεται λίγο πιο ψηλά από τις άλλες. Πιάνει τον ήλιο λίγο πριν χαρίσει το φως του στο φεγγάρι. Και μένει εκεί ξαπλωμένη, προσπαθώντας να ρουφήξει κάτι από την μαγεία της γης αυτής, που θα μένει στο στήθος της μια γεμάτη αγκαλιά για πάντα.

Με το σκοτάδι αφήνω τη μισή καρδιά μου στο βράχο, και τελειώνω το ταξίδι αυτό. Όσος καιρός κι αν περάσει όμως, θα με περιμένει εκεί, μαζί με τις πέτρες. Να γεμίζει συναισθήματα, και να κλέβει μαγείες που σαν τις συναντώ, νοιώθω ολόκληρος ξανά.

Τα βήματα που κάναμε μαζί, η μυρωδιά του λαιμού σου στον αέρα, κι οι ψίθυροί σου στα αφτιά μου να ηχούν. Κι αν δεν έχουμε μια φωτογραφία από τον τόπο εκείνο, είναι γιατί τα χέρια μου δεν μπορούσαν να σ' αφήσουν από την αγκαλιά μου. Μιά μέρα θα γεμίσουμε το βράχο με τα παιδιά μας, μια μέρα θα παίξουμε κυνηγητό με τον αέρα. Μα ακόμα και τις μέρες που θα φεύγεις μακρυά μου, θα έχω την καρδιά σου στην καρδιά μου για πάντα.

Μέχρι την επόμενη φορά....
....δικός σου!

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Φάντασμα στο ηλιοβασίλεμα...


Song Thirteen
Καιρό τώρα βρίσκομαι χωμένος μέσα σε μια θάλασσα από νευρικά κύματα. Η υγρασία από συνήθεια με συντηρεί αντί να με κατατρώει, με κόστος τις παγωμένες μου αγάπες, που οπισθοχωρούν στο μοναδικό ζεστό μέρος του κορμιού μου, τις αναμνήσεις.

κι αν ταξιδεύω μέρες, όλα είναι ίδια σε τούτο το βυθό.
κι αν τα χρώματα αλλάζουν με την θέση του ήλιου, μόνο μια ανάσα από ουρανό παίρνω και πάλι μέσα...

γυμνός στην υγρή φυλακή μου.

Το φως αγνοεί την υπαρξή μου, κι αν τύχει και περάσεις δίπλα μου, δεν θα το καταλάβεις. Μόνο τα δεσμά που με κρατούν, οδηγούν το βλέμμα σου στους κύκλους που οι αναπνοές μου αφήνουν στο νερό, κι όμως η περιέργειά σου σβήνει σύντομα, σα να προσπερνάς ένα σκουπίδι που κάποιος ξένος έριξε σε θάλασσα που δεν κολυμπάς.



Τα ηλιοβασιλέματα μαρκάρουν τον περασμένο χρόνο, κι οι αυγές τις χαμένες ευκαιρίες.
Η ησυχία του δειλινού συνεχίζει να δίνει ελπίδες για έναν γλυκό θάνατο, το τέλος μιας εποχής, μια μικρή διαφυγή.

Στο σκοτάδι είσαι τυφλός, στο φως είμαι αόρατος.
Κι όμως εγώ συνεχίζω να παλεύω με το φως.

Κι αν στο επόμενο ηλιοβασίλεμα σταθείς λίγο και κοιτάξεις τα χρώματα της περασμένης μέρας, να χάνονται στις σκιές της θάλασσας, ίσως δεις μια μορφή που πασχίζει να διώξει την ανυπαρξία από πάνω της. Αλλά αν μπορέσεις να γυρίσεις την πλάτη σου στην πιο όμορφη στιγμή της ημέρας, τότε σίγουρα θα φτάσουν στα αυτιά σου τρεμάμενες φωνές, προοίμια μιας ελπίδας έτοιμης να χαθεί. Πάρε με μαζί σου...


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Αγχωμένος χορευτής


Song Twelve
Κλείνω τα μάτια κι αφήνω ήχους εσωτερικούς να με οδηγήσουν στο κέντρο της ύπαρξής μου. Στριμώχνομαι σε μέρη με τοίχους κρύους που αφήνουν το κορμί μου να γλιστρήσει με δυσκολία ανάμεσά τους, χωρίς να αφήσει κάτι από την ουσία του πίσω. Παρασύρομαι από το αίμα μου, και μεσ'τις φλέβες μου αφήνω την οργή μου να πάλεται καθώς με φέρνει όλο και πιο κοντά στην ενέργεια που με κινεί.



Τα χρώματα ντύνονται στα μαύρα, και το κρύο σκιαγραφεί την μορφή μου. Θεε μου, σε τι μέρος έριξα την καρδιά μου; Καταδικασμένη να χορεύει σε νότες που δεν γεννούν τραγούδια, μόνο κυνηγούν να πιαστούν από χαμένους ρυθμούς. Κι όσο τρέχει να τις φτάσει, τόσο μαζεύεται ο χώρος που μ'αφήνει να αναπνέω και συρρικνώνομαι. Κι όσο παρακαλάω για ένα διάλειμμα, τόσο νοιώθω την τελευταία μου αναπνοή να μ'αποχωρίζεται μαζί με τον τελευταίο χτύπο.

Κάποια στιγμή ίσως αφεθώ κι αφήσω την καρδιά μου ήσυχη από εμένα. Κάποια στιγμή ίσως μάθω να ζω μαζί της ιδανικά. Μέχρι τότε όμως με μια βαθιά ανάσα παίρνω το ταξίδι ανάποδα και με κάθε νέα λέξη βρίσκομαι ένα βήμα πιο κοντά στο μυαλό μου. Εκεί τουλάχιστον τις περισσότερες φορές ορίζω τον χώρο όπως με συμφέρει.

Οι πόρτες ανοίγουν, είμαι σπίτι ξανά. Σε λίγο θα γυρίσεις κι εσύ παρέα με ένα όνειρο.

"Σαν ένα σημάδι που μου παρουσιάζεται για να φέρει γαλήνη στην μαύρη και άδεια μου καρδιά !" Μέχρι την επόμενη παύση... μέχρι την επόμενη ανάσα!





Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Searching for an alright start


Song Eleven
Με τα χέρια μου βουτώ στο υποσυνείδητο, και φυτεύω ένα ακόμη άγχος εκεί. Στον αφανέρωτο κήπο του μυαλού μου θάβω ό,τι με κρατά από την ηρεμία μου κι ό,τι με σκλαβώνει. Μα σαν αργό δηλητήριο, ο χρόνος ωριμάζει καθετί παραγκωνισμένο, μέχρι που μια δύναμη ξεκινά να κατατρώει το κεφάλι μου από μέσα. Με συναισθήματα ασπίδες, την τσαλακώνω πρόχειρα, μέχρι να νοιώσω λίγο ελεύθερος να αναπνέω, μα σαν ελατήρια οι σκέψεις τινάσσονται παντού, μέχρι να επανέλθουν στο σημείο ισορροπίας τους. Ακόμα και τότε όμως ό,τι χάος προκλήθηκε, μένει σε μένα να το συμμαζέψω, κι άλλη μια φορά εγώ, επιλέγω να κάνω εκείνη την βουτιά. Και το υποσυνείδητό μου, γεμίζει με σπασμένα γυαλιά, από ανολοκλήρωτες επιθυμίες, και το μυαλό μου συνεχίζει το χαμό του, κι οι βουτιές μου καταλήγουν όλο και πιο τραυματικές.



Μια μέρα τα κομμάτια θα σκίσουν ό,τι με κρατά δυνατό, κι οι πληγές θα σταθούν αλυσίδες στην φυγή μου. Μια μέρα ίσως προσπαθήσω να μείνω αντιμέτωπος με τις φοβίες που αποφεύγω. Μια μέρα μετά το χάος, ίσω γυρίσω στο παρθένο σημείο ισορροπίας μου. Κάποια μέρα...

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Χαμένη Ασφάλεια


Song Ten
Ένας σκοτεινός διάδρομος ανοίγεται μπροστά μου και μία σάπια μυρωδιά με γραπώνει από το λαιμό. Κάνω το πρώτο βήμα και μέχρι να το καταλάβω έρχεται και το δεύτερο, και ξάφνου μια σπασμένη πόρτα αρχίζει να διαφαίνεται στο βάθος. Τα κύτταρα μου ταράζονται κι ένα τρέμουλο ταξιδεύει σ’ όλο μου το σώμα. Ξαφνικά μια σκιά γλιστρά δίπλα μου και το δέρμα μου παγώνει. Δεν ξέρω αν πρέπει να την αγγίξω, να την σταματήσω και να της ζητήσω να μου απολογηθεί γι’ αυτό το χάος, ή αν καλύτερα να της δώσω το χώρο να ξεφύγει με την ελπίδα ότι θα παρασύρει κι αυτήν την τρομακτική αύρα μαζί της.

Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ, ότι πατώ γίνεται σκόνη, και τα βήματα μου βιάζονται να βρουν κάτι στέρεο να σταθούν. Ότι προσπερνάω εξαφανίζεται και το μονοπάτι που ρίχτηκα να κυνηγώ δεν έχει γυρισμό.

Χαμένη ασφάλεια, σκέψεις που ποτίζουν μουντά το μυαλό μου, και μια καρδία που δεν ησυχάζει. Σκιά χαμένη μην γυρίσεις πάλι…

Τα γόνατά μου λυγίζουν, και το σώμα μου γίνεται ξαφνικά στενό για να χωρέσει την ψυχή μου. “Come back…. Come back…… Come back to me!

The story can resume!”



ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλους όσοι ανοίγουν σπίτια, αυτοκίνητα,,,καρδιές, και φεύγουν χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους, με τα ξένα πράγματα κάτω από τα χέρια τους και την κλεμμένη ασφάλεια στην πλάτη τους.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Παγίδες...

Song Nine

Μια αλυσίδα κρατάει το πόδι μου δεμένο στο ίδιο σημείο. Ένας βήχας γεμίζει το λαιμό μου και η φωνή μου χάνεται στον απόηχό του. Θέλω να σπάσω τα δεσμά μου και να έρθω κοντά σου, μα κάθε μου προσπάθεια με δένει πιο σφιχτά στην φυλακή μου.
Κλεισμένος μέσα σε τοίχους βαμμένους με αίμα από παλιούς αιχμάλωτους. Σιδερένια κεφάλια η μόνη συντροφιά κι οι φύλακές μου. Κάθε ανάσα μου βγαίνει με δυσκολία, και γραπώνεται από τον αέρα για να αποχωριστεί το αδύναμο σώμα μου.
Τα δάχτυλά μου δένονται στο κεφάλι μου που γεμίζει από θόρυβο, κι η καρδιά μου μην μπορώντας να ακολουθήσει όλους τους τρελούς ρυθμούς του σώματός μου επαναστατεί.
Νοιώθω να τρελαίνομαι…
Σηκώνω το κορμί μου και κάνω να τρέξω σαν αφηνιασμένος, μήπως κι η φυγή μου σπάσει τα δεσμά. Παραξενεύομαι που στο πρώτο βήμα τίποτα δεν μου αντιστέκεται, και στο δεύτερο το ίδιο. Βάζω όλη μου την δύναμη και αρχίζω να τρέχω όπως δεν έτρεξα ποτέ, με ένα μέρος του μυαλού μου να περιμένει το ξαφνικό τράβηγμα της αλυσίδας, και με όλη μου την καρδιά να γεμίζει με ανέλπιδη ελευθερία.
Σκοτεινοί διάδρομοι, γυμνά βήματα…
Άδεια δωμάτια, σπασμένα φώτα, η ζωή μου σε κύκλους.

Φώτα που σχίζουν το σκοτάδι στο ταβάνι σαν άστρα που πέφτουν, και άδειοι σωλήνες που σφυρίζουν με τους ήχους που αφήνω καθώς περνώ με ταχύτητα δίπλα τους. Ένας λαβύρινθος που όσο τον γυρνάω τόσο ξεδιπλώνεται, και μαύρες τρύπες που με περιμένουν σε κάθε στροφή.

Όσο και να τις αποφεύγω με περιμένουν κάτω από τα πόδια μου, μέχρι που πέφτω…
Νέα φυλακή! Αλυσίδες σε χέρια και πόδια, στόμα φιμωμένο. Στους τοίχους ολόγυρά μου καθρέπτες και το είδωλό μου ντυμένο στο δικό του αίμα. Το μυαλό επιστρέφει από την φυγή μου και ο πόνος επανέρχεται. Εγκλωβισμένος εδώ, δεν έφυγα ποτέ. Μόνο πέφτω….

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Γράφω στο Σκοτάδι με Φως την Αγάπη μας

Song Eight

Δυο κεριά είμαστε που καίμε την ίδια φλόγα. Δυο φλόγες που αναπνέουν μαζί.


Μια καρδιά μας ενώνει με την ζωή. Μια ανάσα που παίρνουμε μαζί.


Ένας κόσμος φτιαγμένος μόνο για μας. Μια ζωή που ταξιδεύει στα αστέρια.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Σταγόνες βροχής χωρίς φτερά...

Άλλος ένας σταθμός.
Στην διασταύρωση της δύσης με την ανατολή.

Ένα ημερολόγιο ανάμεσα στα πόδια μου. Με χέρια τρεμάμενα το σηκώνω και επιχειρώ να το ξεφυλλίσω. Οι ημερομηνίες ξεκινούν στην μέση της ζωής μου και φτάνουν στο τώρα. Όλα αυτά τα αποτυπωμένα λόγια φαντάζουν τόσο γνώριμα, σαν κάποτε να κυκλοφορούσαν μέσα στο μυαλό μου, κι όμως τόσο ξένα σαν κάποιος άλλος να τα έκλεψε και να τα έκανε κείμενο δικό του.

«Τετάρτη 26 Μαρτίου 2003
Όταν ολόκληρη η ζωή σου κλείνεται σε μια στιγμή είναι πολύ δύσκολο να αντέξεις τις ώρες. Γιατί κάθε δευτερόλεπτο, ζεις το πάντα και το ποτέ. Γεννιέσαι, πεθαίνεις και γεννιέσαι ξανά. Φαύλος κύκλος… σαν ένα ρολόι του οποίου οι ώρες περνούν βασανιστικά αργά.»

Κλείνω τις σελίδες του και τις σφίγγω στην καρδιά μου.

Κοιτάζω αριστερά… το παρελθόν. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Οι ράγες γλιστράνε προς μία κατεύθυνση. Η καρδιά μου γαληνεύει, το μυαλό μου αναπολεί…

Κόκκινο φανάρι.

Κοιτάζω δεξιά… το μέλλον. Το τραίνο με προσπερνά. Χαμένο το εισιτήριο, χαμένο το ταξίδι, χρόνος ανακατεμένος σε σταγόνες. Η καρδιά μου αγχώνεται, το μυαλό μου θολώνει.

Πορτοκαλί φανάρι.

Έχω ακόμα στα χέρια μου το ημερολόγιο. Τελευταία σελίδα…

«Δευτέρα 4 Φεβρουάριου 2008:
Τι περιμένεις…;»

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Ο Μικρός Πρίγκηπας



Song Seven
Ο ουρανός ντύνεται στα σκοτεινά χρώματα της φωτιάς καθώς το σκοτάδι τυλίγει ό,τι έχει απομείνει από τον ήλιο. Μέσα στους ασημένιους καπνούς που αφήνουν βιαστικά τις καμινάδες των εργοστασίων και ξεχύνονται στον αέρα, φαίνονται που και που μερικά αστέρια, που πασχίζουν να στείλουν το φως τους στη γη.


Μέσα στο λεωφορείο τα μικρά πράσινα φώτα φωτίζουν μόνο τον αέρα που τα χαϊδεύει αφήνοντας το σκοτάδι να γυρνά ανενόχλητο στον υπόλοιπο χώρο.

Ένας κύριος ψάχνει βολική θέση στο μαξιλαράκι του καθίσματος για να εναποθέσει το κουρασμένο του κεφάλι, που συντονίζεται με τις στροφές του τιμονιού και ζωγραφίζει αόρατα οχτάρια στον αέρα. Ένα «πάλι σε κίνηση πέσαμε», είναι αρκετό για να γεννηθεί μια μικρή κουβέντα μεταξύ δυο άγνωστων συνταξιδιωτών. Ο οδηγός σιγοτραγουδά τα τραγούδια που έπαιζαν τα ραδιόφωνα μιας άλλης εποχής, κι οι υπόλοιποι μεταφέρονται σιωπηλά όπου οι ρόδες τους πάνε.

Στην θέση 20 κάθεται μια φιγούρα προβληματισμένη.

-Έρχομαι σε σένα, είμαι δικός σου.
20:Το ξέρω, αν και ακόμα νοιώθω ότι γλίστρησες από κάποιο παραμύθι.
-Τι κι αν είναι έτσι. Τώρα είμαι εδώ, πες μου…
20:Είσαι στα αλήθεια εδώ;
-Πες μου…
20:Όταν έρθεις κοντά μου θα σ’ αγαπώ.



Επιστρέφω στην Αθήνα με λεωφορείο. Όλα μέσα είναι σκοτεινά και το βλέμμα μου ταξιδεύει πέρα από το τζάμι. Τα χρώματα έξω είναι μαγευτικά. Μέσα στο θολό του ουρανού χαζεύω τα αστέρια. Ζαλίζομαι γιατί μου φάνηκε πως είδα μια ομάδα απο πουλιά να σέρνουν στις ουρές τους ένα αστέρι και να το ρίχνουν στη γη. Μια μορφή μου τραβά την προσοχή ξανά μέσα στο λεωφορείο. Όσο με πλησιάζει γίνεται όλο και πιο καθαρή, μα μεμιάς πάλι βρίσκεται λίγο πιο πίσω και σκοτεινιάζει πάλι. Σαν ολόγραμμα ενός παιδιού που σβήνει…

Τότε λίγο πριν χαθεί, μου ψιθυρίζει σχεδόν τραγουδιστά:

lpp:Είμαι κομμάτι σου.
-Το ξέρω. Δεν μπορώ να σε φτάσω. Έρχεσαι κοντά μου και φεύγεις ξανά.
lpp:Τι νοιώθεις για μένα;
-Δεν υπάρχεις ακόμα.
lpp:Είμαι κομμάτι σου. Τι νοιώθεις για μένα;
-Σ’ αγαπώ…

Μετά δεν κατάλαβα τι έγινε. Είμαι στο σπίτι μου και δεν θυμάμαι πότε και πως βρέθηκα εδώ. Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και κοιτάζω τα αστέρια. Ένα γλυκό χαμόγελο ψιθυρίζει ο ουρανός, και ξαφνικά ένα αστέρι φωτίζει λίγο περισσότερο από τα άλλα. Εκεί μια φιγούρα με χαιρετά. Μέσα στο μυαλό μου όλες οι σκέψεις μου σιωπούν και μια παιδική φωνή μου τραγουδά:

«Θα με περιμένεις…;»

Θα είμαι εδώ. Σ’αγαπώ.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2008

Out of Time


Song Six
Είμαι ξαπλωμένος πάνω στο ζεστό χώμα…πάνω στο κορμί μου νοιώθω το πιο ευχάριστο άγγιγμα. Ανοίγω τα μάτια μου για να σε βρω μέσα στην αγκαλιά μου και το όμορφο σου πρόσωπο να φωτίζει το δικό μου με το χαμόγελο του.

Ήρθες αυγή μου…

-ένα λουλούδι ανθίζει-

Σε σφίγγω πάνω μου μέχρι να φύγουν εκείνες οι πρώτες στιγμές μετά τον ύπνο, όταν τα όνειρα μοιάζουν ακόμα αληθινά. Είσαι εδώ…δεν χάθηκες και πάλι. Ακόμα κι όταν σηκώνομαι εσύ περπατάς δίπλα μου. Δεν σταματάς να μου χαμογελάς, κι εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ένοιωσα ξανά τόση ευτυχία. Ακουμπάς τα χείλη σου πάνω στα δικά μου, και το χέρι σου μπλέκεται στα μαλλιά μου. Το μυαλό μου ηρεμεί γιατί όλες τις άσχημες σκέψεις τις διώχνεις εσύ.

Με κάνεις ότι θες…είμαι δικός σου, ένα κουτάβι στην αγκαλιά σου. Σκύβεις και μου ψιθυρίζεις κάτι ‘…’

Το μυαλό μου τόσο καθαρό αφήνει την πρώτη αγνή σκέψη να ξεφύγει…

«Θέλω να μείνεις δίπλα μου για πάντα» σου απαντώ.

Μου λες ‘έχουμε μια μέρα μόνο’… κι όλες οι πλημμύρες του κόσμου περνούν μέσα από την καρδιά μου. Ήλιος και βροχή μαζί, το πρόσωπό μου γελά και κλαίει.

Με τα φιλιά σου σβήνεις τα δάκρυά μου, με πιάνεις από το χέρι κι αρχίζουμε να τρέχουμε μαζί. Με όλη μας την δύναμη, κι όλο μας το θάρρος, περνάμε θάλασσες και βουνά και πάλι θάλασσες, ζωγραφίζοντας την αγάπη μας στον ουρανό. Βουτάμε σε πηγές, κάνουμε μπάνιο σε καταρράκτες, πίνουμε το νερό της βροχής, κολυμπάμε στα ουράνια τόξα…

Ένα αστέρι ζηλεύει και ξυπνά να χαρεί το φώς μας. Σύντομα ένα ακόμα, κι άλλα πολλά. Ο ήλιος απελπίζεται κι αρχίζει σιγά σιγά να κλείνει τα μάτια του. Κάθε ακτίνα του που σβήνει κλέβει και λίγο από την μορφή σου. Μέχρι να μου πεις πως μ’ αγαπάς έχεις γίνει όνειρο στον ουρανό. Ένα όνειρο στον ήλιο που κοιμάται και στο λουλούδι που ζει μόνο μια μέρα και μετά πεθαίνει.



Το σώμα μου συρρικνώνεται και πέφτω στην γη. Το χώμα καταπίνει τα πόδια μου και το στόμα μου κλείνει. Δεν μπορώ να σε φωνάξω κι απλώνω τα αδύναμα χέρια μου μήπως προλάβω να κρατήσω λίγη από την ουσία σου πριν χαθείς και πάλι.



‘Ονειρεύομαι’

‘Έφυγες…δειλινό μου!’